βανίλια

βανίλια
Έτσι ονομάζονται τα φυτά και οι καρποί διάφορων ειδών του γένους β., από τα οποία πιο γνωστό είναι η β. η επιπεδόφυλλη της οικογένειας των ορχεϊδών. Φυτά μονοκότυλα, ιθαγενή του Μεξικού και της Βραζιλίας, καλλιεργούνται σε πολύ τροπικές χώρες για τον αρωματικό καρπό τους. Είναι πολυετή (30-40 έτη), πολύκλαδα, αναρριχώμενα, μήκους δεκάδων μέτρων με μακρές και οζώδεις εναέριες ρίζες, με τις οποίες προσκολλώνται στα θαμνώδη φυτά και στα δέντρα των δασών. Έχουν φύλλα χοντρά, σαρκώδη, γυαλιστερά, με σκούρο πράσινο χρώμα. Τα άνθη τους είναι λευκά-υποπράσινα που σχηματίζουν κοντά και μικρά τσαμπιά. Ο καρπός είναι κάψα επιμήκης, σαρκώδης, που μοιάζει με χέδρωπα (λουβί) οσπρίων. Οι καρποί περιέχουν σε μικρές ποσότητες μια αρωματική ουσία, τη βανιλίνη ή β., η οποία είναι αλδεΰδη και υπάρχει επίσης σε ελάχιστη ποσότητα στο ξυλώδες παρέγχυμα του φυτού. Η βανιλίνη χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική, στην παρασκευή αρωμάτων και στην ποτοποιία. Καλλιέργεια βανίλιας στην Ταϊτή (φωτ. Igda).
* * *
η
1. μονοκότυλο, αγγειόσπερμο αναρριχητικό φυτό των τροπικών χωρών
2. αρωματική ουσία που εξάγεται από τους καρπούς του φυτού
3. γλυκό του κουταλιού που παρασκευάζεται με μαστίχα Χίου, ζάχαρη και άρωμα βανίλιας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ως προς τη σημ. 1 < (νεολατ. επιστημον. όρο) vanilla, ενώ ως προς τις σημ. 2, 3 < ιταλ. vaniglia].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βανίλια — η (λ. ιταλ.) 1. φυτό του οποίου το αρωματικό ξύλο και ο καρπός χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική: Οι ζαχαροπλάστες χρησιμοποιούν βανίλια σε πολλά γλυκίσματα. 2. γλυκό του κουταλιού με άρωμα βανίλιας: Το καλοκαίρι πάντα μας προσφέρει βανίλια με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Spoon sweets — are sweet preserves, served in a spoon as a gesture of hospitality in the Balkans, the Middle East, and in Russia. They can be made from almost any fruit, though sour and bitter fruits are especially prized. There are also spoon sweets produced… …   Wikipedia

  • ηλιοτρόπιο — I (heliotropium).Γένος δικοτυλήδονων ποωδών και σπάνια ημιθαμνωδών φυτών ύψους έως 1,50 μ. που κατάγεται από το Περού. Η επιστημονική του ονομασία είναι η. το περουβιανό. Περιλαμβάνει 250 περίπου είδη των εύκρατων περιοχών. Έχει εναλλασσόμενα… …   Dictionary of Greek

  • Piana Arkadia — or Arcadia (Greek: Πιάνα) is a historical village of Arkadia and one of the most beautiful traditional Greek villages of Peloponnese. It is built at the Mainalo mountain, near the ruins of the ancient city Dipaia(Greek: Διπαία).The name of Piana… …   Wikipedia

  • Cristallisation (apiculture) — Miel Un pot de miel Le miel est la substance sucrée produite par les abeilles à partir du nectar des fleurs ou du miellat de pucerons qu elles récoltent et entreposent dans les alvéoles de la ruche. Il est issu d abeilles domestiquées élevées en… …   Wikipédia en Français

  • Cristallisation du miel — Miel Un pot de miel Le miel est la substance sucrée produite par les abeilles à partir du nectar des fleurs ou du miellat de pucerons qu elles récoltent et entreposent dans les alvéoles de la ruche. Il est issu d abeilles domestiquées élevées en… …   Wikipédia en Français

  • Miel — Pour les articles homonymes, voir Miel (homonymie). Un pot de miel Le miel est la substance sucrée, de couleur blonde, produite par les abeilles à miel à partir de nectar ou de …   Wikipédia en Français

  • Miel de Narbonne — Miel Un pot de miel Le miel est la substance sucrée produite par les abeilles à partir du nectar des fleurs ou du miellat de pucerons qu elles récoltent et entreposent dans les alvéoles de la ruche. Il est issu d abeilles domestiquées élevées en… …   Wikipédia en Français

  • Meli Elatis Menalou Vanilia (honey) — Meli Elatis Menalou Vanilia (Μέλι Ελάτης Μαινάλου Βανίλια) is a Greek ΠΟΠ (POP) honey of which at least 80% of the which will be from the pine, and the rest will be flower honey produced in the region (<20%) with a pleasant taste and a… …   Wikipedia

  • κακάο — Κοινή ονομασία τουδικοτυλήδονου φυτού θεόβρωμα το κ., της οικογένειας των στερκουλιιδών. Η χρήση του κ. ήταν ήδη γνωστή στους Μεξικανούς, πριν από την ανακάλυψη της Αμερικής· χρησιμοποιούσαν τους σπόρους του ακόμα και ως νόμισμα. Ο Χριστόφορος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”